- δεινοπαθήσει
- δεινοπαθέωcomplain loudly of sufferings: aor subj act 3rd sg (epic )δεινοπαθέωcomplain loudly of sufferings: fut ind mid 2nd sgδεινοπαθέωcomplain loudly of sufferings: fut ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δεινοπαθήσει — δεινοπαθέω complain loudly of sufferings aor subj act 3rd sg (epic) δεινοπαθέω complain loudly of sufferings fut ind mid 2nd sg δεινοπαθέω complain loudly of sufferings fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαημένος — η, ο (Μ κατακαημένος, η, ο) αυτός που έχει δεινοπαθήσει, αυτός που έχει υποφέρει πολύ, άτυχος («κατακαημένε κόσμε») … Dictionary of Greek
Ναρσής — I (3ος – 4ος αι.). Βασιλιάς της Περσίας (294 303). Είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Βαραράμ Γ’. Κατέλαβε την Αρμενία και τη Μεσοποταμία. Το 302 νικήθηκε από τον Γαλέριο και αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τους Ρωμαίους, δίνοντάς τους μερικές από… … Dictionary of Greek